- ὠμόσιτον
- ὠμόσῑτον , ὠμόσιτοςeating raw meatmasc/fem acc sgὠμόσῑτον , ὠμόσιτοςeating raw meatneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωμόσιτος — ον, Α 1. (για τη Σφίγγα, επειδή έτρωγε ωμές σάρκες ανθρώπων) ωμοφάγος («Σφίγγ ὠμόσιτον», Αισχύλ.) 2. (με παθ. σημ.) αυτός που τρώγεται ωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + σιτος (< σῖτος) πρβλ. φιλό σιτος] … Dictionary of Greek